- φορτώνω
- φόρτωσα, φορτώθηκα, φορτωμένος1. μτβ., φορτίζω, βάζω κάπου βάρος, φορτίο, για μεταφορά.2. μτφ., επιβαρύνω, επιβάλλω σε κάποιον κάτι κοπιαστικό, τον επιφορτίζω, του επωμίζω: Του φόρτωσαν και τη δουλειά του άλλου γραφείου.3. μεταδίνω κάτι σε κάποιον σε αφθονία: Με στολίδια φορτωμένη.4. αμτβ., παίρνω φορτίο, φορτώνομαι: Το πλοίο φορτώνει για τη Θεσσαλονίκη.5. το μέσ., φορτώνομαι μτφ., γίνομαι βάρος, γίνομαι ενοχλητικός σε κάποιον, του γίνομαι φόρτωμα, τον ενοχλώ: Με φορτώθηκε να τον πάρω μαζί μου στην Αθήνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.