φορτώνω

φορτώνω
φόρτωσα, φορτώθηκα, φορτωμένος
1. μτβ., φορτίζω, βάζω κάπου βάρος, φορτίο, για μεταφορά.
2. μτφ., επιβαρύνω, επιβάλλω σε κάποιον κάτι κοπιαστικό, τον επιφορτίζω, του επωμίζω: Του φόρτωσαν και τη δουλειά του άλλου γραφείου.
3. μεταδίνω κάτι σε κάποιον σε αφθονία: Με στολίδια φορτωμένη.
4. αμτβ., παίρνω φορτίο, φορτώνομαι: Το πλοίο φορτώνει για τη Θεσσαλονίκη.
5. το μέσ., φορτώνομαι μτφ., γίνομαι βάρος, γίνομαι ενοχλητικός σε κάποιον, του γίνομαι φόρτωμα, τον ενοχλώ: Με φορτώθηκε να τον πάρω μαζί μου στην Αθήνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φορτώνω — φορτώνω, φόρτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φορτώνω — φορτῶ, όω, ΝΜΑ [φόρτος] τοποθετώ φορτίο πάνω σε κάτι, λ.χ. ζώο, μεταφορικό μέσο, έπιπλο (α. «φορτώνω τη βάρκα [το αυτοκίνητο, το μουλάρι, το τραπέζι]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ. γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῑον… …   Dictionary of Greek

  • μεταφορτώνω — φορτώνω κάτι εκ νέου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο …   Dictionary of Greek

  • αλαφροφορτώνω — (για υποζύγια) φορτώνω ελαφρά, βάζω επάνω ελαφρό φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φορτώνω] …   Dictionary of Greek

  • επισάττω — ἐπισάττω και ἐπισάσσω (Α) [σάττω] τοποθετώ σάγμα (σαμάρι) ή σέλλα σε υποζύγιο, σαμαρώνω, σελλώνω αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», Ηρόδ.) 2. φορτώνω κάποιον με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… …   Dictionary of Greek

  • αδικοφορτώνω — 1. επιβάλλω σε κάποιον άδικα την εκτέλεση εργασίας, αγγαρείας 2. μέσ. κατηγορώ άδικα, συκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + φορτώνω] …   Dictionary of Greek

  • αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω …   Dictionary of Greek

  • ανεπίσακτος — η, ο χωρίς επίσαξη, ασέλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επισάττω «φορτώνω, σελώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανθοφορτώνω — γεμίζω, διακοσμώ, φορτώνω με λουλούδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”